Τα οχήματα έγιναν ισχυρότερα και εξυπνότερα. Οι άνθρωποι πάλι όχι.

Ο Ντιόγκο Ζότα μόλις 28 ετών, με χρόνια μπροστά του για να γράψει ιστορία στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, έσβησε άδοξα στην άσφαλτο. Όχι σε φάση παιχνιδιού. Όχι σε διεκδίκηση μπάλας. Αλλά από έναν σιωπηλό, ανελέητο αντίπαλο, το στιγμιαίο λάθος.
Ίδια ηλικία, τριάντα δύο χρόνια νωρίτερα, και ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ένας από τους μεγαλύτερους μπασκετμπολίστες που ανέδειξε ποτέ η Ευρώπη, έχανε τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Γερμανία. Δεν πρόλαβε να αφήσει το πλήρες αποτύπωμά του στο ΝΒΑ. Άφησε μόνο ένα κενό και μια σπαρακτική υπενθύμιση, ότι η απροσεξία και η υπερεκτίμηση σκοτώνουν και δεν κάνουν διακρίσεις.
Συνηθίσαμε στον φόρο αίματος της ασφάλτου. Και πλέον δεν μας προκαλεί αίσθηση. Κι αυτό, από μόνο του, είναι κοινωνικό πρόβλημα. Ακόμη χειρότερο, όμως, είναι να καμώνεται η πολιτεία ότι το γνωρίζει και ότι θα το αντιμετωπίσει με νέους ΚΟΚ και αυστηρά πρόστιμα. Παίζοντας τα ρέστα της στη στιγμιαία διαπίστωση της παραβατικότητας και στην εξοντωτική τιμωρία της. Και ορθώς, η τιμωρία πρέπει να είναι αυστηρή. Αλλά για να είναι και αποτελεσματική, θα πρέπει κάθε σπιθαμή του εθνικού, αλλά κυρίως του επαρχιακού και αστικού, οδικού δικτύου να καταγράφεται. Με κάμερες. Με τεχνολογικά μέσα. Ώστε να μην τολμά κανείς να σκεφτεί ότι θα παραβιάσει τον ΚΟΚ και δεν θα γίνει αντιληπτός. Ότι θα γλιτώσει.
Κυκλοφορούν πλέον στους δρόμους ολοένα και περισσότερα οχήματα που, για να οδηγηθούν με ασφάλεια, απαιτούν αγωνιστική πίστα, εξειδικευμένα ελαστικά και επαγγελματία οδηγό. Και όμως, τα βλέπουμε καθημερινά στις λεωφόρους των πόλεων, στα εθνικά δίκτυα, στα χέρια ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα πώς να τα χειριστούν, ή, χειρότερα, νομίζουν ότι έχουν. Και μάλιστα μεγάλη ιδέα.
Για όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν ένα τέτοιο υπεραυτοκίνητο, υπάρχει το άλλο σενάριο. Παίρνουν ένα συμβατικό όχημα, σχεδιασμένο για ταχύτητες πόλης ή εθνικού δικτύου, και το πειράζουν. Το μετατρέπουν, με τις ευλογίες των απανταχού μαστρο-Μήτσων, σε κινούμενο φέρετρο. Χωρίς έλεγχο, χωρίς ασφάλεια, χωρίς καμία προδιαγραφή ενεργητικής ή παθητικής προστασίας για τα νέα άλογα κάτω από το καπό. Αγοράζουν, συχνά μεταχειρισμένα και κακομεταχειρισμένα, αυτοκίνητα με μέτριες προδιαγραφές και τα μετατρέπουν αυθαίρετα σε ανεξέλεγκτα, εκτός νομιμότητας, οχήματα πολλαπλάσιας ισχύος.
Και όποιον πάρει ο χάρος. Που δυστυχώς δεν παίρνει μόνο τον αυτόχειρα οδηγό, αλλά και τους ανυποψίαστους πεζούς, τη μητέρα ή τη γιαγιά με το παιδάκι στο καρότσι, τη νεαρή φοιτήτρια που δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή, τον ηλικιωμένο που δεν πρόλαβε να αντιδράσει στον μανιακό που καβάλησε το πεζοδρόμιο.
Αλλά και όσους μένουν πίσω. Όχι μόνο συγγενείς, όχι μόνο φίλοι. Αλλά και όσοι επιβιώνουν. Με ακρωτηριασμένα μέλη, με παραλυσίες, με κρανιοεγκεφαλικές βλάβες, με μη αναστρέψιμες αναπηρίες. Παιδιά, νέοι, αθώοι οδηγοί ή επιβάτες. Ζωντανοί μεν, αλλά σε μια καθημερινότητα που δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια.
Η ματαιοδοξία, το κυνήγι του εντυπωσιασμού, το έλλειμμα αυτοελέγχου, έχουν φέρει στην καθημερινότητά μας ένα παράλογο φαινόμενο. Αυτοκίνητα και μηχανές, σχεδιασμένα για πίστα, ή μεταποιημένα για επίδειξη, να κινούνται σε επαρχιακούς δρόμους, σε κακότεχνες διασταυρώσεις, σε άσφαλτο γεμάτη λακκούβες. Και πολλές φορές, αυτά τα τέρατα ιπποδύναμης γίνονται φονικά εργαλεία. Όχι γιατί έφταιξε κάποιος άλλος, αλλά επειδή κάποιος αρνήθηκε να φρενάρει το εγώ του.
Από τις εξατμίσεις μέχρι τα χαμηλωμένα αμορτισέρ, η ματαιοδοξία δεν έχει όρια, ούτε ο αυτοσχεδιασμός. Άτομα, κυρίως νεαρής ηλικίας, που αισθάνονται την ανάγκη να ξεχωρίσουν, να τραβήξουν βλέμματα. Και μη έχοντας άλλο τρόπο, κάνουν φασαρία. Κυριολεκτικά. Με εξάτμιση που ουρλιάζει. γιατί με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορούν να συγκεντρώσουν ούτε μισό βλέμμα.
Υπάρχει και η νέα μόδα των επηρεαστών της κοινής γνώμης. Η οδήγηση και η ταυτόχρονη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο κινητό. Με την ανοησία και το βλακόμετρο να χτυπούν κόκκινο, όσο κόκκινο είναι το αίμα των αθώων ψυχών που πλήρωσαν την τάση. Το αποτέλεσμα; Αθώα σώματα στα συντρίμμια. Και εδώ ακριβώς αρχίζει η ευθύνη της πολιτείας.
Γιατί δεν είναι μόνο η ατομική ανευθυνότητα που σκοτώνει. Είναι και η συλλογική ανοχή. Γιατί εκεί που κάποτε υπήρχε ένας βασικός εχθρός της προσοχής του οδηγού, το κινητό τηλέφωνο, σήμερα υπάρχει μια ολόκληρη συμμαχία απόσπασης προσοχής. Οδηγοί καλούνται πλέον να αλλάξουν ραδιοφωνικό σταθμό, να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία ή να ρυθμίσουν τη θέση τους μέσω οθονών αφής, που απαιτούν βλέμμα, χρόνο, προσοχή, δηλαδή όλα όσα πρέπει να είναι στραμμένα στον δρόμο.
Και το χειρότερο; Αυτή η τάση δεν είναι ατύχημα. Είναι επιλογή. Γιατί μια οθόνη αφής κοστίζει ελάχιστα μπροστά στο κόστος ενός εργονομικού πίνακα με φυσικά κουμπιά. Είναι πιο μοντέρνα, πιο φθηνή, πιο ελκυστική. Κι ας σκοτώνει.
Και ενώ εκατομμύρια οδηγοί εκλιπαρούν, και ειδικοί προειδοποιούν, μέσα από το κίνημα Bring Back Buttons, οι θεσμοί, οι κατασκευαστές και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση αγνοούν προκλητικά τα καμπανάκια. Στο βωμό του φανταχτερού, της αισθητικής και του λογιστικού κόστους, οδηγηθήκαμε σιωπηρά σε ένα αυτοκίνητο-έκθεμα, πιο κοντά σε smartphone με τροχούς. Μα η άσφαλτος δεν λογαριάζει τίποτα από αυτά. Δεν κάνει εξαιρέσεις. Γιατί μπορεί να είσαι παίκτης παγκόσμιας κλάσης. Μπορεί να είσαι αστέρας της υποκριτικής ή της πίστας. Αλλά για την άσφαλτο, είσαι απλώς ο επόμενος…