Από την πτώχευση στην επιτήρηση – Η Ρέιντζερς δεν ξέφυγε ποτέ από τα προβλήματα

Οι κανονισμοί του χρηματοοικονομικού Fair Play (FFP) στο ποδόσφαιρο αποτελούν εδώ και καιρό βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση των λειτουργιών των συλλόγων, ιδιαίτερα όσον αφορά τις αλλαγές ιδιοκτησίας και τις επενδύσεις. Για την Ρέιντζερς, την αντίπαλο του Παναθηναϊκού στον δεύτερο προκριματικό του Champions League, όπως και για κάθε άλλο σύλλογο, οι κανονισμοί αποτελούν διαρκή εξέταση, πράγμα που σημαίνει ότι μια εξαγορά δεν ισοδυναμεί με άμεση εισροή χρημάτων που μπορούν να δαπανηθούν ελεύθερα.
Αντίθετα, οι κανονισμοί του FFP περιορίζουν τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα οικονομικά κέρδη, πράγμα που σημαίνει ότι οι προσδοκίες για άμεσο μετασχηματισμό μέσω μιας εξαγοράς είναι συχνά μη ρεαλιστικές. Ο κύριος σκοπός του FFP είναι να διασφαλίσει ότι οι σύλλογοι λειτουργούν εντός των δυνατοτήτων τους και δεν βασίζονται υπερβολικά στις επενδύσεις των ιδιοκτητών, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική αστάθεια.
Οι κανονισμοί στοχεύουν στο να αποτρέψουν τους συλλόγους από το να συσσωρεύουν μη βιώσιμα χρέη, αναγκάζοντάς τους να εξισορροπήσουν τα βιβλία τους με την πάροδο του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι τυχόν νέοι ιδιοκτήτες, ενώ ενδεχομένως παρέχουν οικονομική υποστήριξη, εξακολουθούν να δεσμεύονται από αυτούς τους κανονισμοί και δεν μπορούν να εισφέρουν άμεσα μεγάλα χρηματικά ποσά στον σύλλογο για μεταγραφές παικτών ή μισθούς πέρα από αυτό που θεωρείται οικονομικά βιώσιμο.
Για τη Ρέιντζερς, η εφαρμογή του FFP σημαίνει ότι ακόμη και με έναν νέο ιδιοκτήτη που έρχεται με σημαντικά κεφάλαια, δεν μπορούν απλώς να ξοδέψουν χρήματα για να επιτύχουν. Εξακολουθούν να υποχρεούνται να τηρούν τους περιορισμούς που θέτουν η Σκωτική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία και η UEFA. Αυτοί οι κανονισμοί μετρούν την οικονομική ευρωστία ενός συλλόγου σε μια κυλιόμενη τριετία, απαιτώντας από αυτόν να παραμένει εντός ενός συγκεκριμένου ορίου ζημιών. Παρόλο που ο σύλλογος μπορεί να λάβει άμεση οικονομική ώθηση από τον νέο ιδιοκτήτη, πρέπει να την εξισορροπήσει με άλλα έσοδα, όπως πωλήσεις εισιτηρίων, χορηγίες και τηλεοπτικά δικαιώματα, χωρίς να παραβιάζει τις οδηγίες του FFP.
Η εξαγορά από αμερικανικό επιχειρηματικό όμιλο
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η Ρέιντζερς δεν μπορεί να εντάξει αμέσως μια πληθώρα παικτών υψηλού προφίλ στο ρόστερ της και να πληρώσει αστρονομικούς μισθούς. Πρέπει να λειτουργεί μέσα σε ένα οικονομικό μοντέλο που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα, και αυτό θα περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των μισθών και των προϋπολογισμών μεταγραφών με τρόπο που δεν θα δημιουργεί μακροπρόθεσμο χρέος. Αυτή η οικονομική σύνεση δεν είναι απλώς μια κανονιστική απαίτηση, αλλά και μια στρατηγική κίνηση για την αποφυγή του είδους του οικονομικού χάους που έχει πλήξει άλλους συλλόγους στην Ευρώπη στο παρελθόν.
Επιπλέον, το FFP δίνει έμφαση στη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και όχι στις γρήγορες λύσεις. Ενώ μια εξαγορά μπορεί να δώσει στην Ρέιντζερς τη δυνατότητα για μελλοντικές επενδύσεις, δεν αλλάζει τον θεμελιώδη τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί ο σύλλογος βραχυπρόθεσμα. Η οικονομική υποστήριξη από τους νέους ιδιοκτήτες μπορεί να επιτρέψει στρατηγικές επενδύσεις, αλλά δεν μπορεί να παρακάμψει την ανάγκη για συνετό οικονομικό σχεδιασμό και μια ελεγχόμενη προσέγγιση στην πρόσληψη παικτών.
Θυμίζουμε ότι ο επενδυτικός όμιλος που απέκτησε πριν από μερικούς μήνες, την σκωτσέζικη ομάδα έχει κλείσει το deal με ένα ποσό ύψους 250 εκατομμυρίων λιρών, για το 51% των μετοχών της. Επικεφαλής της εταιρείας είναι ο Παράαγκ Μαράτε, ο οποίος είναι και αντιπρόεδρος των Σαν Φρανσίσκο 49ers του american football και ενώ μέλος του ΔΣ της είναι και ο Αντριου Κάβενο, αμερικανός μεγιστάνας.
Η Ρέιντζερς, ως ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Σκωτίας, έχει ιστορικό οικονομικών προκλήσεων, ιδιαίτερα μετά την πτώχευση του 2012. Παρά την ανάκαμψη και την επιστροφή στην κορυφή του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου, ο σύλλογος συνεχίζει να αντιμετωπίζει πιέσεις λόγω των υψηλών δαπανών για μεταγραφές και μισθούς, σε συνδυασμό με τα περιορισμένα έσοδα σε σχέση με τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.
Παρακολούθηση από UEFA
Οι δαπάνες για μεταγραφές και μισθούς παραμένουν υψηλές, κάτι που περιορίζει τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς της UEFA. Για παράδειγμα, το 2022, η Ρέιντζερς κατέγραψε έσοδα περίπου 86,8 εκατομμυρίων λιρών, αλλά οι λειτουργικές ζημιές παρέμειναν σημαντικές, φτάνοντας τα 12,1 εκατομμύρια λίρες, κυρίως λόγω των υψηλών μισθών και των αποσβέσεων μεταγραφών.
H UEFA από την πλευρά της παρακολουθεί στενά τους συλλόγους που συμμετέχουν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Η Ρέιντζερς, ως ομάδα που συμμετέχει συχνά στο Europa League και περιστασιακά στο Champions League, βρίσκεται υπό συνεχή έλεγχο. Το 2020, για παράδειγμα, η UEFA είχε χαλαρώσει τους κανονισμούς λόγω της πανδημίας, δίνοντας μια «ανάσα» σε συλλόγους όπως η Ρέιντζερς, αλλά οι νέοι κανονισμοί δεν προσφέρουν τέτοιες ευελιξίες.